ζέβω

ζέβω
βλ. ζεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζεύω — και ζέβω και ζεύγω (Μ ζεύω) ενώνω τοποθετώντας κάτω από τον ζυγό νεοελλ. 1. φρ. α) «ζεύω στη δουλειά» εξαναγκάζω κάποιον να εργαστεί β) «ζεύομαι στη δουλειά» στρώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με κάποια εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”